''...Ενας πελώριος ήχος.. "






«Πάντα ήταν στιβαρός και εύσωμος, κι όταν πια είχε πατήσει τα τριάντα, ήταν λες και το σώμα του έψαχνε ευκαιρία να διογκωθεί ακόμη περισσότερο. Καθώς περνούσε ο καιρός, το σώμα του και ο ήχος του σχεδόν εξομοιώθηκαν: μεγάλα, βαριά, στρογγυλά. Τον έβλεπες ζωντανά στη σκηνή και πρόσεχες πλέον το στρογγυλό στομάχι, τις σακούλες κάτω απ τα μάτια του, το στρογγυλό του πρόσωπο- δεν υπήρχαν πουθενά γωνίες. Όταν έπαιζε, τα μάτια του γυρνούσαν προς τα μέσα, ο λαιμός και τα μάγουλα φούσκωναν σα να επρόκειτο να γίνει μια τέλεια σφαίρα.



Πάντα του άρεσε να παίζει αργά, και τώρα οι κινήσεις του είχαν επιβραδυνθεί σε βαθμό που υπήρχε πλέον απόλυτη αρμονία ανάμεσα στο πώς ήθελε να κινηθεί το σώμα του και τι ήχο παρήγαγε. Έπαιζε τις μπαλάντες τόσο αργά, που άκουγες το χρόνο να τον πλακώνει με το βάρος του. 







Κατά κάποιον τρόπο, όσο πιο αργά έπαιζε, τόσο το καλύτερο.  Είχε ζήσει μια μεγάλη ζωή και υπήρχαν πολλά που χρειάζονταν να μπουν σε κάθε νότα. 





Κι από την άλλη, υπήρχε ένα κομμάτι του που δεν είχε μεγαλώσει ποτέ, είχε τα συναισθήματα ενός μικρού αγοριού και καμιά φορά απλά μυξόκλαιγε μέσα στο κόρνο έτσι που, ακόμη κι όταν έπαιζε κάτι απλό και όμορφο, μπορούσε να σου ξεριζώσει την καρδιά.   Είχε έναν πελώριο ήχο, κι όταν τον άκουγε κανείς να καλοπιάνει αυτόν τον ήχο και να τον μετατρέπει σε κάτι τόσο απαλό, ήταν σα να βλέπει τον κτηνοτρόφο να κρατάει το νεογέννητο ζώο όλο προσοχή στα χέρια του, ή σαν κάποιον χτίστη που προσφέρει λουλούδια στη γυναίκα που αγαπάει. 




Στο ‘’
Cottontail’’ έχει έναν ήχο σαν τη γροθιά του παλαιστή, αλλά παίζει την μπαλάντα λες κι είναι ένα πλάσμα τόσο εύθραυστο, τόσο ψυχρό κι ετοιμοθάνατο, που μόνο η ζέστη μιας ανάσας μπορεί να το επαναφέρει στη ζωή, τόσο αδύναμο, που ακόμη κι αυτή η ανάσα, μοιάζει ανεμοθύελλα»






Ο Ben Webster ( 27.03. 1909 - 20.09.1973)
μέσα απ΄το βλέμμα του
Geof Dyer στο εξαιρετικό   "Κι όμως... όμορφα