A fool no more..





Yes, I've packed up my clothes
I'm moving away from your door
Lord, I've packed up my clothes
Said, I'm moving away from your door
I've been your fool for so long
Babe, I wont play that fool no more




 
I gave you all my money
I work as hard as I can
I came home early one morning
I found you with another man
 
Babe, I've packed up my clothes I'm moving away from your door Said, I've been your fool for so long And lord, I wont play that fool no more
 
So goodbye, baby You don't even care Yes, I had a love so strong for you But you treat me so unfair
 
Said, I've packed up my clothes I'm moving away from your door You know, I've been your fool for so long And babe, I wont play that fool no more

---
Κι εδώ μια απ τις πιο ωραίες διασκευές με την Kim Limbo 

 

Kind of Blue..



"Τη χρονιά που γεννήθηκα το Σεντ Λούις χτυπήθηκε από ένα φοβερό ανεμοστρόβιλο που σάρωσε τα πάντα. Ο ανεμοστρόβιλος εκείνος μου άφησε κάτι από τη βίαιη δημιουργικότητά του. Χρειάζεται δυνατό φύσημα, ξέρετε, για να παίξει κανείς τρομπέτα. Πιστεύω στο μυστήριο και το υπερφυσικό, κι ένας ανεμοστρόβιλος είναι σίγουρα και τα δυο"... 



 διηγείται ο Μάιλς Ντέιβις στην αυτοβιογραφία του.

Κι όταν εκείνος έπαιζε την τρομπέτα του ήταν «ανεμοστρόβιλος». Κι ο ήχος ήταν και μυστήριος και υπερφυσικός. 




Ο Miles Davis ήταν ένας διορατικός άνθρωπος. Μια σπουδαία προσωπικότητα στη ιστορία της τζαζ. Γεννήθηκε στης 29 Μαίου του 1926 στο ΄Αλτον του Ιλινόις, μια μικρή κωμόπολη στην πάνω μεριά του ποταμού Μισισιπή, κάπου 25 μίλια βόρεια από το ανατολικό Σαιντ Λούις, από ευκατάστατη οικογένεια. 

Ο πατέρας του ήταν οδοντίατρος και η μητέρα του, μια όμορφη γυναίκα, πιανίστρια των μπλουζ. 
Το πρώτο του σχολείο ήταν το Τζων Ρόμπινσον για να συνεχίσει στο γυμνάσιο Λίνκολν, όπου ο δάσκαλος μουσικής Έκγουντ Μπιουκάναν, του έκανε μαθήματα τρομπέτας, έχοντας καταλάβει πόσο επιτακτική ήταν η ανάγκη του να παίξει. Έκανε τοπικές περιοδείες με τη μπάντα του Billy Eckstine’s όταν ήταν ακόμα στο γυμνάσιο. 


Το 1944 πήγε στη Ν.Υ. προφασιζόμενος σπουδές στοJulliard School of Music, αλλά ο αληθινός στόχος ήταν να δουλέψει μαζί με τον Charlie Parker και Dizzy Gillespie. 

Αναρριχήθηκε πάρα πολύ γρήγορα μαθαίνοντας από αυτούς τους δύο σπουδαίους ανθρώπους της τζαζ, και έγινε δεξιοτέχνης της τρομπέτας και του φλούγκελχορν, παραμένοντας στην μπάντα του Parker για 3 χρόνια.





Το 1949 φτιάχνει μια δικιά του ορχήστρα που πήρε το όνομα "Miles Davis All Stars" θέτοντας τη τζαζ σε νέα κατεύθυνση. Ήταν η πρώτη φορά που εμφανιζόταν σαν επικεφαλής ορχήστρας. 
Μαζί με τον Gil Evans έφτιαξε μια μπάντα 9 ατόμων χρησιμοποιώντας μη παραδοσιακά όργανα της τζαζ, όπως το κόρνο και τη τούμπα. 


Εφεύρε ένα πιο χαμηλότονο στιλ, που γνώρισε στον κόσμο σαν ήρεμη τζαζ (cool jazz). 

Αυτό το στιλ επηρέασε μεγάλο αριθμό γκρουπ που έπαιζαν στη δυτική ακτή. 
Οι ηχογραφήσεις στη Capitol records που βγήκαν με τον τίτλο "The Birth of the Cool" το 1949 προκάλεσαν μεγάλη αίσθηση. Στο γκρουπ συμπεριλαμβάνονταν επίσης και οι LeeKonitz, Gerry Mulligan και Max Roach. 
Ο Μάιλς έφερνε νέα πράγματα τόσο σε επίπεδο ήχου όσο και σε επίπεδο οργάνωσης του γκρουπ που ενοχλούσαν πολλούς, όπως το να φέρνει μουσικούς κάθε εθνικότητας. 

Ο ίδιος έλεγε ότι, θα έδινε δουλειά και σε έναν άνδρα με πράσινο δέρμα μόνο αν μπορούσε να παίξει το σαξόφωνό του τόσο καλά όσο και ο Lee Konitz. Μετά από πάλη τεσσάρων ετών με τα ναρκωτικά, κατάφερε να βγει νικητής, επηρεασμένος από την αυτοπειθαρχία του μποξέρ Sugar Ray Robinson.



«Ήταν πάντοτε ένα δώρο για μένα να ακούω μουσική με τον τρόπο που την ακούω. Δεν ξέρω από που έρχεται αυτό ξέρω όμως ότι είναι εκεί και δε το ψάχνω.»



Μετά από μια φανταστική εμφάνιση στο κλασικό Round Midnight του Thelonious Monk’s στο φεστιβάλ Newport Jazz Festival, ο Μάιλς έγινε περιζήτητος. Σχημάτισε ένα κουιντέτο με τους: John Coltrane, Red Garland, ‘’Philly Joe’’ Jones, και Paul Chambers. 



Ο Μάιλς είχε το χάρισμα να ακούει βαθιά μέσα του τη μουσική και να κατασταλάζει στο στιλ που ήθελε. Τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του ’50 έκανε διάσημη τη Modal jazz ανοίγοντας νέους δρόμους για μια ακόμα φορά, ηχογραφώντας δύο από τα κλασικότερα άλμπουμ όλων των εποχών στην ιστορία της τζαζ, το "Milestones" το 1958 και το "Kind of Blue" το 1959. 

Εν συνεχεία τα άτομα του γκρουπ χωρίστηκαν για να φτιάξουν τα δικά τους σημαντικά σχήματα που έγραψαν με τη σειρά τους τη δική τους ιστορία στο χώρο της τζαζ, όπως: ο John Coltrane, ο Cannonball Adderly, ο Red Garland, ο ‘’Philly’’ Jo Jones, ο Bill Evans, ο Wayne Shorter, ο Joe Zawinul, οKeith Jarrett, ο Tony Williamw, ο Herbie Hancock, ο John McGlaughlin, ο Chick Corea, ο John Scofield, ο Kenny Garrett, ο MikeStern και ο Bob Berg. 

Το 1955 σε μια περιοδεία του στο Παρίσι γνωρίζεται (μέσω της Ζυλιέτ Γκρεκό) με το Λουί Μαλ ο οποίος του ζητάει να γράψει τη μουσική για την ταινία "Ασανσέρ για δολοφόνους" ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1958 από την Κολούμπια με τον τίτλοJazz Track. ‘Ηταν η πρώτη φορά που ο Μάιλς καταπιάνεται με μουσική για τον κινηματογράφο και μάλιστα με τόση επιτυχία, θα ακολουθήσουν και άλλες όπως η Siesta (1987) της Mary Lampert σε συνεργασία με τον Marcus Miller (δίσκος αφιερωμένος στον GilEvans).

Μια από της σπουδαιότερες συνεργασίες του Μάιλς ήταν εκείνη με τον Gil Evans, καρπός της οποίας ήταν το "Sketches of Spain" το 1967, (ο δίσκος προέκυψε από τη σύνθεση του Χουακίν Ροντρίγκο "Concierto de Aranjuex") στο οποίο ο Μάιλς παίζει ισπανικό φλαμένκο συνεπικουρούμενος από ορχήστρα, ο τόνος του είναι τόσο όμορφος που ακούγεται σαν η τρομπέτα να τραγουδάει από μόνη της. 

Μετά από πειραματισμούς με διάφορα γκρουπ για 3 χρόνια ο Μάιλς διανύοντας την τέταρτη δεκαετία της ζωής του δημιούργησε ένα γκρουπ μουσικών φέρνοντας για άλλη μια φορά νέες ιδέες στο χώρο της τζαζ. Το 1963 έφτιαξε το δεύτερο μυθικό κουιντέτο με τους:Wayne Shorter, Herbie Hancock, Ron Carter, και τον δεκαεξάχρονο Tony Williams. 

Για 5 χρόνια το γκρουπ αυτό άνοιξε νέους ορίζοντες βάζοντας ανεξίτηλα τη σφραγίδα του στη μουσική τζαζ. Το 1968 ο Μάιλς έφερε το Joe Zawinul και άρχισε να πειραματίζεται με ηλεκτρικά όργανα. Έφτιαξε το κλασικό "In a Silent Way" το 1967 και ένα χρόνο αργότερα πρόσθεσε το Βρετανό κιθαρίστα JohnMcGloudhlin και αντικατέστησε τον Tony Williams (που έφυγε για να φτιάξει τη δική του μπάντα) με τον Jack DeJohnette, βάζοντας τη τζαζ σε νέα κατεύθυνση με το δίσκο "Bitches Brew" το 1969 στον οποίο ένωσε τη μουσική ροκ με τη τζαζ εισχωρώντας στα μονοπάτια της ηλεκτρονικής μουσικής. 
Αυτός ο δίσκος εξαπέλυσε την πρώτη βολή για την επαναστατική ένωση και πήγε τη τζαζ σε ένα καινούργιο επίπεδο διασημότητας πουλώντας πιο γρήγορα από κάθε άλλο άλμπουμ στην ιστορία της τζαζ. 

«Αυτά που παίξαμε στο "Bitches Brew" δεν μπορείς να τα γράψεις για να τα παίξει ορχήστρα. Όλη η ηχογράφηση ήταν ένας αυτοσχεδιασμός» σημειώνει στην αυτοβιογραφία του ο Μάιλς. 


Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70 συνέχισε να πειραματίζεται με ηλεκτρικά όργανα. Το 1976 ο συνδυασμός κακής υγείας και χρήσης κοκαΐνης καθώς και η απώλεια έμπνευσης είχε σαν αποτέλεσμα την αποχώρησή του για 3 χρόνια από τη μουσική σκηνή. Καταφέρνοντας να ελέγξει τη χρήση κοκαΐνης επανήλθε φτιάχνοντας μια σειρά δίσκων, ανοίγοντας νέους ορίζοντες, μη επαναπαυόμενος στις δάφνες του και στην παλιά του μουσική. Άρχισε να πειραματίζεται πιο πολύ με συνθεσάιζερ κάνοντας χρήση των τεχνικών δυνατοτήτων του στούντιο στις ηχογραφήσεις του. Κέρδισε μια σειρά βραβείων Grammy τη δεκαετία του ’80 και συνέχισε να ανακαλύπτει ομότεχνούς του όπως ο Garrett Stern και ο Berg. Ο Μάιλς Ντέιβις πέθανε το 1991 αφήνοντας ένα σημαντικότατο έργο που σφράγισε ανεξίτηλα την ιστορία της τζαζ.













Δεν θα φοβηθεί ποτέ κανέναν πειραματισμό...

«Ήμασταν κάτι σαν επιστήμονες του ήχου» περιγράφει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του. «Και η πόρτα να έτριζε μπορούσαμε να πούμε ακριβώς τι νότα ήταν ο ήχος».





«Επιστήμονας του ήχου» ο Μάιλς Ντέιβις υπήρξε και είναι ακόμη μία από τις σημαντικότερες φιγούρες στην ιστορία της τζαζ και μαζί με τον Τσάρλι Πάρκερ «γέννησαν» το bebop τη δεκαετία του ’40. Ο αυτοσχεδιασμός ήταν στο αίμα του και οι πειραματισμοί του πολλοί.
Τη δεκαετία του ’70 κατέληξαν σε ένα νέο μουσικό είδος το «fusion» μία μαγική μίξη τζαζ και ροκ. Στην καριέρα του συνεργάστηκε με τους κορυφαίους Charlie Parker, Charles Mingus, Gil Evans, Gerry Mulligan, John Coltrane, Herbie Hancock.






Ο πιο επιτυχημένος εμπορικά δίσκος του είναι το «Bitches Brew» ωστόσο αυτοί που σίγουρα ξεχωρίζουν είναι το «Kind of Blue» και το «Sketches of Spain» χωρίς τους οποίους, όπως κάποιος μελετητής του έργου του έγραψε... ο κόσμος ολόκληρος θα ήταν πιο θλιβερός.
Κι έγινε λίγο, όταν στις 28 Σεπτέμβρη του 1991, ο «μάγος» της τζαζ έφυγε από τη ζωή.
---

Miles Davis  26 Μαϊου 1926 -28 Σεπτ.1991      
Πηγές  εδώ 
   και εδώ

Τίποτα Δεν Έχει Σημασία*

  


Επιστρέφουν σιωπηλοί στο διαμέρισμά τους. Και αργότερα ξεσπά ένας ανόητος καβγάς: τον κατηγορεί για τον τρόπο που έτριψε την παρμεζάνα. Αίφνης, το διαμέρισμα γίνεται πολύ μικρό για δύο άτομα.
«Πάω κάτω να μαστορέψω λιγάκι», λέει.
Κι εκείνη μένει μόνη.

Ρίχνει μια ματιά στις μουσικές τους και βάζει το σάουντρακ του Τσετ Μπέικερ για το Let’s Get Lost, ένα ντοκιμαντέρ του Μπρους Γουέμπερ, που είναι από τους αγαπημένους της φωτογράφους. Η μελωδία είναι το «You’re My Thrill».
Συνοφρυώνεται προσπαθώντας να συγκεντρωθεί και να καταλάβει τους στίχους, έπειτα χάνει κάθε ενδιαφέρον. Ανοίγει το κινητό της – κανένα μήνυμα. Κι αν του στείλε εκείνη ένα μήνυμα; Να λέει, όμως, τι; Χτυπάει τα πλήκτρα του κινητού κι έπειτα σβήνει κάθετι που γράφει: «Αυτό το τραγούδι» (διαγραφή) «βλάκα» (διαγραφή) «εύχομαι» (διαγραφή) «γιατί είναι πάντα τόσο χαζό;» (διαγραφή) «τόσο ανόητο».
Το σβήνει κι αυτό και γράφει: «Μου λείπεις, μπορώ να έρθω για επίσκεψη;»
Το στέλνει. Στο στερεοφωνικό, ο Τσετ Μπέικερ τραγουδάει: «Nothing seems to matter… Here’s my heart on a silver platter… Where’s my will?»






Κάτω στο εργαστήρι, ο Μένζις προσπαθεί, τεντώνοντας και πετώντας στον τοίχο ένα ελαστικό ιμάντα, να πετύχει ένα σημάδι. Το πετυχαίνει μια φορά, έπειτα επιχειρεί άλλα τρία διαδοχικά χτυπήματα. Το παιχνίδι τον κουράζει, κι έτσι ξεκινά να σχεδιάζει φανταστικές εφευρέσεις που ποτέ δεν θα δημιουργήσει.
Του χτυπάει την πόρτα. «Γεια», λέει αμήχανα. «Ενοχλώ;»



*Τίτλοι Τέλους, Τομ Ράχμαν, εκδ. ΚΕΔΡΟΣ

-----------



You're my thrill
You do something to me
You send chills right through me
When I look at you
'cause you're my thrill

You're
my thrill
How my pulse increases
I just go to pieces
When I look at you
'cause you're my thrill

Hmmm-
nothing
seems to matter
Hmmm-here's my heart on a silver platter
Where's my will
Why this strange desire
That keeps morning higher
When I look at you
I cannt keep still
You're my thrill























My heart will go on-- celine dion



--------------------

"I'm not an idiot, I know how the world works. 
I've got ten bucks in my pocket, I have no-nothing to offer you and I know that. 
I understand. 
But I'm too involved now. 
You jump, I jump remember? 
I can't turn away without knowing you'll be all right... 
That's all that I want."








Every night in my dreams
I see you, I feel you
That is how I know you, go on

Far across the distance
And spaces between us
You have come to show you, go on

Near, far, wherever you are
I believe that the heart does go on
Once more you open the door
And you're here in my heart
And my heart will go on and on

Love can touch us one time
And last for a lifetime
And never let go till we're gone

Love was when I loved you
One true time I hold you
In my life we'll always go on

Near, far, wherever you are
I believe that the heart does go on
Once more you open the door
And you're here in my heart
And my heart will go on and on

You're here, there's nothing I fear
And I know that my heart will go on
We'll stay forever this way
You are safe in my heart

Almost blue ..




 "...Στα είκοσί του ο τρομπετίστας Τσετ Μπέικερ μοιάζει με τον Τζέιμς Ντιν· ήδη όμως στο βάθος είναι ένα είδος Βερλέν: πάνω απ' όλα η μουσική και από κάτω τα σκουπίδια - ναρκωτικά αντί για αψέντι. Απόλυτη λεπτότητα στην έκφραση που κρέμεται από μια κλωστή. Δεν κυνηγάει με μαχαίρι τις διαδοχικές γυναίκες του, τις χτυπάει. Κι αυτές δεν τον εγκαταλείπουν. Βρίζει τους μουσικούς που τον συνοδεύουν όταν δεν τους κλοτσάει. Κι αυτοί, συνήθως, ξαναγυρίζουν.
Τον Τσετ τον αγαπούν, παρά τη θέλησή του, για τις στιγμές που προσφέρει, τις συγκινήσεις που ξυπνάει.
"Είναι εύκολο να τον αγαπήσει κάποιος γι' αυτά που παίζει, είναι δύσκολο γι' αυτά που ζει.
Δεν διαλέγουμε όμως υποχρεωτικά ανάμεσα στα δύο.
Τον αγαπάμε ".


James Gavin στη βιογραφία του Baker με τίτλο    "La Longue Nuit de Chet Baker "



Η ζωή αυτού του μουσικού που γεννήθηκε το 1929 και πέθανε το 1988, είναι η θλιβερή εποποιία αυτού που ο Μπάροουζ ονόμαζε «ο εκθαμβωτικός πανηγυριτζής με τη σύριγγα».
Στην Ιταλία, το 1959, ο Τσετ έφτανε να «χτυπήσει» 40 φορές μέσα σε 24 ώρες.
Ο Τζέιμς Γκάβιν περιγράφει τα πάντα με ακρίβεια και λεπτομέρειες που εντυπωσιάζουν. Θα έλεγε κανείς πως ανασκαλεύει τα γεγονότα για να εκδικηθεί για τις απογοητεύσεις του. Η ανάγνωση της βιογραφίας του, για κάποιον που αγαπάει τον Τσετ Μπέικερ, γρήγορα μετατρέπεται σε μυστικιστική εμπειρία. Διατρέχοντας τους κύκλους της αθλιότητας σιγά σιγά εξαγνίζεται όσο προχωράει προς τον τελικό, ουσιαστικό σκοπό: τη μουσική.

[...]
Από ηθική άποψη σήμερα ο Μπέικερ θα ήταν παράδειγμα προς αποφυγή. Δεν παύει ωστόσο διαρκώς να είναι ένα είδος φοίνικα: από τη φυλακή στην καλλιτεχνική αποτυχία αναγεννιέται, πολλές φορές, με τους ήχους του και μέσω αυτών. Στη διαδρομή του συναντάει πολλούς από τους μεγάλους της τζαζ. Τη δεκαετία του '50 είναι ένας ιδιοφυής τρομπετίστας στο πλάι του Τσάρλι Πάρκερ. Οι μαύροι μουσικοί ωστόσο τον σιχαίνονται. Η κριτική, παθιασμένη με το hard-bop, τον αντιμετωπίζει σαν ατελές αντίγραφο του Μάιλς Ντέιβις ή σαν καλλιτέχνη του βαριετέ. Δεν έχει καταλάβει τίποτε από το νέο, υβριδικό είδος που ο Μπέικερ φέρνει στη μουσική σκηνή. Ακολουθεί η ευρωπαϊκή του πορεία, στη Γαλλία και περισσότερο στην Ιταλία. Είναι η σκοτεινότερη - και η καλύτερη: σε duo ή σε trio, τραγουδώντας αδύναμα ή παίζοντας σιγανά την τρομπέτα του, ο Τσετ συναντάει επιτέλους τη σπάνια ιδιοφυΐα του: ένα όνειρο, μέσα στο κενό ενός δωματίου, που οδηγεί στον παράδεισο με μία και μοναδική νότα....."



Chet Baker by Ismael Vicedo









-------


Από τους καλύτερους τρομπετίστες της τζαζ, μ' έναν μύθο να τον περιτριγυρίζει από τα πρώτα του βήματα, ο Chet Baker ανήκει στην ομάδα των μουσικών που ο χρόνος που περνάει, ενισχύει ακόμα περισσότερο τη θετική εικόνα του κόσμου γι' αυτούς.

Γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου του 1929 στο Yale της Οκλαχόμα και εκτός από τρομπετίστας με επιρροές από τον Miles Davis, παράλληλα με τον τρόπο που χειριζόταν την τρομπέτα και τον γνωστό εθισμό του στα ναρκωτικά, ήταν και ένας χαρισματικός τραγουδιστής, που όμως δεν αξιοποιούσε συχνά αυτό το ταλέντο του.



Chet Baker by Cloud9Hunter




Ο Chet πέθανε στις 13 Μαΐου 1988, πέφτοντας από το παράθυρο του ξενοδοχείου όπου έμενε στην πόλη του Αμστερνταμ. Ηταν 58 ετών, αλλά είχε προλάβει να ηχογραφήσει μεγάλο σε αριθμό υλικό τραγουδιών, που βοήθησε στη συνέχεια να εκτιμηθεί το μέγεθος της αξίας του.

Σε ηλικία 10 ετών μετακομίζει με τους γονείς του στο Glendale της Καλιφόρνιας, μια μικρή πόλη όπου η μουσική παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή των κατοίκων της.

Σε ηλικία 18 ετών επιστρέφει ύστερα από δύο χρόνια υπηρεσίας σε στρατιωτική μονάδα της Γερμανίας, όπου έπαιζε μουσική στη στρατιωτική μπάντα της μονάδας, και παράλληλα με τις μουσικές του σπουδές, τριγυρίζει στα διάφορα κλαμπ του Σαν Φρανσίσκο.

Εκεί θα γνωρίσει τον μεγάλο σαξοφωνίστα Charlie Parker, ο οποίος θα τον επιλέξει για την μπάντα του, που θα έκανε περιοδεία στην Καλιφόρνια εκείνη την εποχή. Λέγεται μάλιστα ότι τηλεφώνησε αμέσως στους φίλους του στη Νέα Υόρκη, Miles Davis και Dizzy Gillespie, λέγοντάς τους ότι υπάρχει εδώ ένας νεαρός λευκός τρομπετίστας που θα σας δημιουργήσει προβλήματα με το ταλέντο του.

Επειτα από λίγες εβδομάδες, ο Baker, που ήταν τότε 22 ετών και είχε παίξει, εκτός του Parker, και με τον Stan Getz, θα προσχωρήσει στο διάσημο κουαρτέτο ενός άλλου σαξοφωνίστα, του Gerry Mulligan, με το οποίο θα κάνει τις πρώτες του ηχογραφήσεις παίζοντας και τραγουδώντας.

Ανάμεσα στις ηχογραφήσεις του με το κουαρτέτο του Mulligan ήταν και το εκπληκτικό σόλο του στο My Funny Valentine, που θεωρείται το τραγούδι που προσδιορίζει το ταλέντο του.

Σύντομα η φυσική ομορφιά του προσώπου του προσελκύει τους παραγωγούς του Χόλιγουντ και εμφανίζεται στην ταινία Hell's Horizon, δίπλα στους John Ireland και Maria English.

Στα πρώτα χρόνια της καριέρας του θα κερδίσει για τρεις συνεχόμενες χρονιές τα βραβεία του καλύτερου τρομπετίστα σε περιοδικά της τζαζ, όπως το «Downbeat» και το «Metronome» ξεπερνώντας στη λίστα ονόματα όπως οι Miles Davis, Clifford Brown και Dizzy Gillespie. Την ίδια περίοδο θα αρχίσει να τραγουδάει στις ηχογραφήσεις που έκανε για την εταιρεία Riverside, με τον Russ Freeman να τον συνοδεύει συχνά με το πιάνο του, και το 1955 θα είναι στην τέταρτη θέση του δημοψηφίσματος του περιοδικού «Downbeat» με τους καλύτερους τραγουδιστές, ισοψηφώντας με τον Nat King Cole.

Ταυτόχρονα όμως, σε μία περίοδο που πολλοί καλλιτέχνες απομακρύνονται από τα ναρκωτικά, αυτός λέει «ναι» στην ηρωίνη, γεγονός που θα επηρεάσει τη ζωή του στα επόμενα χρόνια.

Από τις αρχές της δεκαετίας του '50, μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του '60 τα ναρκωτικά θα είναι η αιτία που θα οδηγήσουν ακόμα και στην απέλασή του από χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία και η Γερμανία, ενώ θα μείνει και για έναν χρόνο σε ιταλικές φυλακές, την ίδια δεκαετία.

Ιδιαίτερα στην περίοδο 1952-59 θα απασχολήσει τουλάχιστον 11 φορές το FBI με τη χρήση ναρκωτικών και τη συχνά παράξενη συμπεριφορά του, που τον οδηγούσε σε προβληματικές καταστάσεις. Το όμορφο, σχεδόν παιδικό πρόσωπό του σε συνδυασμό με τη δυναμική συμπεριφορά του ήταν ιδιαίτερα ελκυστικό για τις γυναίκες που πίστευαν ότι είχε ανάγκη από μια γυναίκα-μητέρα και έπεφταν εύκολα θύματα του γοητευτικού του χαμόγελου, όπως άλλωστε όλοι όσοι ήταν στο περιβάλλον του.

Αδυναμία του, τα γρήγορα αυτοκίνητα, γεγονός που έκανε αρκετούς να τον παρομοιάζουν με τον James Dean της τζαζ.

Η πρώτη ερμηνεία του ήταν στο Thrill Is Gone, στο άλμπουμ του 1954 Chet Baker Sings.
Η ηχογράφηση του τραγουδιού έγινε στις 27 Οκτωβρίου του 1953 και τον συνοδεύει, μεταξύ άλλων, ο μόνιμος συνεργάτης του εκείνη την εποχή πιανίστας Russ Freeman.

Οπως και ο Miles Davis, ο οποίος ήταν το πρότυπό του, ο Chesney «Chet» Baker έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στην ευρωπαϊκή ήπειρο, που πάντα κατάφερνε να ξεχωρίζει τους σημαντικούς καλλιτέχνες από τον χώρο της τζαζ. Για πολλούς μάλιστα η ζωή του Baker είχε αρκετά κοινά σημεία με τη ζωή της Billie Holiday, για την οποία ηχογράφησε το 1965 το άλμπουμ Lady Day.

Εγινε αγαπημένος των διανοουμένων στο Παρίσι, το Λονδίνο, το Μιλάνο, τη Ρώμη και όπου έμεινε, έστω για λίγους μήνες. Ο εθισμός του στην ηρωίνη και η αθώα ομορφιά του προσώπου του δημιούργησαν εύκολα τον μύθο του όμορφου τύπου, που γεννήθηκε για να είναι ο χαμένος της υπόθεσης.

Το 1964 θα επιστρέψει στην Αμερική, αλλά η ανάμειξή του σε μια φασαρία στο Σαν Φρανσίσκο, ενώ προσπαθούσε να προμηθευτεί ναρκωτικά, θα του κοστίσει δύο από τα μπροστινά του δόντια, τα οποία θα αργήσει αρκετά να αντικαταστήσει.

Αφού δεν κατάφερε να εκμεταλλευτεί την απήχηση που είχε στο κοινό στα πρώτα 10 χρόνια της καριέρας του από εμπορικής άποψης, κάτι που συνέβη άλλωστε στους περισσότερους από τους μεγάλους καλλιτέχνες της τζαζ, ο Baker έκανε εμφανίσεις σε Καλιφόρνια και Νέα Υόρκη για αρκετά χρόνια, ενώ παράλληλα ηχογραφούσε διάφορα άλμπουμ, κυρίως σε συναυλίες του.

Το 1978 αποφασίζει να επιστρέψει στην Ευρώπη και η φίλη του Diane Vavra αναλαμβάνει να τον βοηθάει στην προσωπική του ζωή και στη διοργάνωση των συναυλιών του.

Την περίοδο αυτή θα ηχογραφήσει αρκετά άλμπουμ, κυρίως για μικρές ευρωπαϊκές δισκογραφικές εταιρείες, αλλά παρά τη θετική αντιμετώπιση από τους κριτικούς, οι δίσκοι αυτοί θα απευθυνθούν σε περιορισμένο κοινό.

Το 1983 ο Elvis Costello, που ήταν φανατικός φίλος της μουσικής του, θα τον καλέσει να παίξει σαξόφωνο στο τραγούδι του Shipbuilding, που υπάρχει στο άλμπουμ Punch The Clock και ο Baker με τη σειρά του λίγο αργότερα θα ηχογραφήσει το Almost Blue, το οποίο θα χρησιμοποιήσει στη μουσική επένδυση του ντοκιμαντέρ Let's Get Lost, που είχε θέμα τη ζωή του.

Στις 13 Μαΐου του 1988, στις 3 τα ξημερώματα, θα βρεθεί νεκρός στον δρόμο, κάτω από το δωμάτιο του ξενοδοχείου του στο Αμστερνταμ. Στο δωμάτιό του θα βρεθούν κοκαΐνη και ηρωίνη.

Το 2007 θα παιχθεί σε θέατρο του Λονδίνου το έργο Speedball, που βασίζεται στη ζωή του, ενώ το 1960 ο Robert Wagner ήταν πρωταγωνιστής στην ταινία του 1960 All The Fine Young Cannibals, στην οποία ο χαρακτήρας Chad Bixby θα πρέπει να αφορά τον Chet Baker.

Καλλιτεχνική φιγούρα, με πλούσιο δισκογραφικό έργο, κυρίως από τις κατά καιρούς συναυλίες του, ζωή βασανισμένη από πολλές απόψεις και ένα μεγάλο ταλέντο στην τρομπέτα, σε συνδυασμό μ' έναν μελαγχολικό τρόπο ερμηνείας στα τραγούδια, είναι ένα κράμα που κρατάει ζωντανό στη μνήμη μας τον Chet Baker για πάντα.

Άρθρο του Γιάννη Πετρίδη στην Ελευθεροτυπία 

 
Chet Baker by Frans Mandigers






All I Could Do Was Cry




I heard church bells ringing
I heard a choir singing
I saw my love walk down the aisle
On her finger he placed a ring




Oh, I saw them holding hands
She was standing there with my man
I heard them promise "Till death do us part"
Each word was a pain in my heart

All I could do, all I could do was cry (cry, cry, cry)
All I could do was cry (cry, cry, cry)
I was losing the man that I loved
And all I could do was cry (cry, cry, cry)

Yeah and now the wedding's over
Rice, rice has been thrown over their heads
For them life has just begun
But mine is at an end

All, all I could do, all I could do was cry (cry, cry, cry)
All I could do was cry (cry, cry, cry)
I was losing the man that I loved (cry, cry, cry)
And all I could do was cry (cry, cry, cry) 



Μπλέ ψυχή, μαύρο αίμα - Billie Holiday




Παίζαμε σε μια ατέλειωτη σειρά από ξεφτιλισμένα μαγαζιά, σε ζόρικες νέγρικες αίθουσες χορού στον Νότο, όπου το ουίσκυ από καλαμπόκι το φέρνανε κρυφά απέναντι από τις σιδηροδρομικές γραμμές, οπότε, μπαμ, ξαφνικά σταμάταγε αυτό το μαγγανοπήγαδο και μας αγκαζάρανε σε κάποιο μεγάλο ξενοδοχείο λευκών. Δεν είχαμε τις σωστές φορεσιές, τα σωστά ρούχα ή μηχανήματα – οι μάγκες στην ορχήστρα δεν είχανε καν τα πνευστά που έπρεπε και που χρειάζονταν – ήμασταν όλοι ξεχαρβαλωμένοι, έχοντας διανύσει χιλιάδες μίλια άυπνοι, χωρίς πρόβες και χωρίς προετοιμασία – παρ’ όλα αυτά απαιτούσαν από μας να σκίσουμε.
 [σ. 92 – 93]

Προτού βρεθεί η Μπίλι Χολιντέι στον δρόμο, βρισκόταν πάντα στον δρόμο. 

Η ίδια μουσική που την αποπλάνησε μια για πάντα είχε νωρίτερα κλέψει την ψυχή του πατέρα της, και αργότερα τον ίδιο. Μπορεί τα δηλητηριώδη αέρα του πολέμου να του ρήμαξαν τα πνευμόνια δίνοντας τέλος στην καριέρα του ως τρομπετίστα, όμως τα χέρια του ήταν γερά και το μυαλό του πεισματωμένο: να γίνει οπωσδήποτε μουσικός. Όταν το κατάφερε τα ταξίδια με την μπάντα του ήταν και το τέλος της οικογενειακής του ζωής.
Η Βαλτιμόρη κατάντησε γι’ αυτόν απλώς ένα πέρασμα μες στη νύχτα.
Τι απέμεινε στην μικρή Ελεονόρα;
Μια νεαρή παιδούλα ως μητέρα της, και μια γιαγιά που πέθανε από γεράματα αλλά πρόλαβε να της εξηγήσει τι σήμαινε να’ ναι σκλάβα, να ανήκει ψυχή τε και σώματι σ’ έναν λευκό, που ήτανε ο πατέρας των παιδιών της.



Στα έξι ο κόσμος της ήταν η κακομεταχείριση από τους συγγενείς, το σφουγγάρισμα των «παναθεματισμένων άσπρων σκαλιών της Βαλτιμόρης» και τα θελήματα σε σπίτια και στο πορνείο της γωνίας.
Κι όταν εκεί ερχότανε η ώρα της πληρωμής, τους έλεγε να κρατήσουν τα λεφτά και να την αφήσουν να πάει στο μπροστινό σαλόνι ν’ ακούσει τον Λούις Άρμστρονγκ και την Μπέσσυ Σμίθ στο γραμμόφωνο:

Μερικές φορές ο δίσκος μ’ έκανε να νιώθω τέτοια θλίψη που έριχνα ένα κλάμα άλλο πράγμα.
Κι άλλες φορές ο ίδιος ο παναθεματισμένος ο δίσκος μ’ έκανε τόσο ευτυχισμένη που ξεχνούσα πόσο χρήμα, που είχα βγάλει με ιδρώτα, μου στοίχιζε η μουσική βραδιά στο σαλόνι.
[σ. 27].

 Το μπορντέλο ήταν ένα από τα ελάχιστα μέρη όπου ακουγόταν αυτή η μουσική, αλλά και όπου μπορούσαν να συναντηθούν όσο πιο φυσικά γινόταν οι λευκοί με τους μαύρους.




 
Στα δέκα, της έλαχε «το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί σε μια γυναίκα», ο βιασμός, στα δώδεκα την κακοποίησε ένας τρομπετίστας από μια μεγάλη νέγρικη ορχήστρα.
Κι έτσι δεν ήτανε ν’ απορεί κανείς που το σεξ το φοβόταν «σαν τον θάνατο».
Όμως η πορνεία ήταν μονόδρομος επιβίωσης και όταν δεν αναλάμβαναν οι νταβατζήδες του, έρχονται οι επίσημοι του είδους, οι δικαστές, για να την στείλουν με ιδιαίτερη ευκολία στο αναμορφωτήριο. Μετά την θητεία της αναχωρεί με την μητέρα της για το Χάρλεμ, την εποχή του κραχ.
Μόνο που, με εξαίρεση τις ουρές του ψωμιού, το κραχ δεν είναι ήταν «τίποτα καινούργιο για εκείνες, πάντα το είχαν». 






Η αρχή έγινε στην «Ξύλινη Καλύβα», με πρώτο τραγούδι το Trav’ lin’ all alone που έκανε τους φασαριόζους θαμώνες να σιωπήσουν.

Και η συνέχεια περιλαμβάνει όλους όσους έρχονταν στο καταγώγι, την άκουσαν και αργότερα συνεργάστηκαν μαζί της, επηρεαζόμενοι και οι ίδιοι από εκείνο το στυλ της ή ανάμιξαν τις μαύρες ψυχοσυνθέσεις τους σε μπλουζ, τζαζ και σουίνγκ κορυφώματα:
Benny Goodman, Johnny Hodges, Coleman Hawkins, Count Basie, Artie Shaw, Duke Ellington, Lester Young, Buck Clayton, Charlie Shavers, Oscar Peterson, Roy Eldridge, Ben Webster.

Ακολουθεί το αξέχαστο πρωινό της έναρξης στο Απόλλο και όλα τα μαγαζιά του Χάρλεμ. Αλλά τα μαγαζιά δεν είχανε ουσία. Η ζωή που ζούσαμε είχε.
Η όλη ιστορία γινότανε στα παρασκήνια και ελάχιστοι ήτανε οι λευκοί που μπόρεσαν να τη ζήσουν από κοντά. Κι όταν γινότανε αυτό, ήταν σαν να είχανε έρθει από άλλο πλανήτη. Ήτανε βάσανο. Μερικές φορές αναρωτιέμαι πώς επιβιώσαμε. [σ. 70]

Ο ιδιοκτήτης του Uptown House στο Χάρλεμ έγινε ο μεγάλος της έρωτας και ταυτόχρονα ο ναρκωτικός της καταστροφέας. Στην μαύρη της ζωής μπαίνουν τα απατηλά λευκά: οι γόβες, οι γαρδένιες και η πρέζα. Κατά τα άλλα ο αιώνιος και αμετακίνητος «παναθεματισμένος φυλετικός διαχωρισμός» θα βρίσκεται πάντα μπροστά της.
Η Lady Day των Υπογείων θα φτάσει ψηλά, εκεί όπου τελικά δεν υπάρχει τίποτα.
Στην διαδρομή δεν επιτρεπόταν ποτέ να αρρωστήσει, να δείξει πόνο, να βγει άσχημη, να μην τραγουδήσει καλά, να μην ανταποκριθεί στις προσμονές των πολλών.





Με τη ζωή που κάναμε στην τουρνέ, κανένας δεν είχε καιρό να πάει μόνος στο κρεβάτι, πόσο μάλλον και με κάποιον άλλον. Το βράδυ, όπως έλεγε κι ο Λέστερ, κάναμε στάση σε μια πόλη, πληρώναμε δύο έως τέσσερα δολάρια για ένα δωμάτιο, ξυριζόμασταν και ρίχναμε για κάμποσα λεπτά μια ματιά στο κρεβάτι, πηγαίναμε να κάνουμε πρόγραμμα, ξαναρχόμασταν, ξαναρίχναμε πάλι μια ματιά στο κρεβάτι κι ανεβαίναμε στο λεωφορείο. [σ. 93]


Ούτως ή άλλως η ζωή της σε μεγάλο βαθμό είναι προδιαγεγραμμένη: θα παραμείνει πάντα μια μαύρη σε μια κοινωνία που αδυνατεί να την δει ως κάτι διαφορετικό από μια «μαυριδερή», μια αταίριαστη στον βρώμικο κόσμο της δημοσιότητας, μια ευάλωτη στον έρωτα και τα ψέματα των ουσιών, μια ανεπιθύμητη του «νόμου». Αυτή η αιώνια «βρωμονέγρα» καλωσόριζε τον πόνο σαν καθημερινό επισκέπτη, δεν ξεχνούσε να επαναλαμβάνει πως χωρίς φίλους δεν πας πουθενά, γνώριζε καλά πως η νομοκοινωνία δεν θα την αφήσει ποτέ ήσυχη, έμαθε να μετράει υπομονετικά τα χτυπήματα και τις ουλές (τις ορατές και τις αόρατες).

Ίσως γι’ αυτό στο Strange fruit εκφραζόταν τόσο εσώψυχα· γιατί ήξερε πως το παράξενο φρούτο θα ήταν πάντα εκείνη για όλους.







Αν περιμένει κανείς μια ατέλειωτη ελεγεία, δεν θα βρει τίποτα.
Η Κυρία γράφει όπως μιλούσε, απλά, σταράτα, κοφτερά και απροκάλυπτα, όπως γράφουν σήμερα οι «βρώμικοι ρεαλιστές».
Και πολύ περισσότερο δεν κλαψουρίζει ούτε αναζητά απαντήσεις. Στα δύσκολα μόνο βρίζει τους απάνθρωπους που επιχείρησαν να την τσακίσουν και τους προσπερνά με τρεις φράσεις, μέχρι τους επόμενους.
Διόλου τυχαία κάθε κεφάλαιο έχει τον τίτλο ενός τραγουδιού της. Αλλά εκτός από την προσωπική διήγηση της στο βιβλίο ανασαίνει ολόκληρος ο αληθινός τζαζ κόσμος: απαρχές, μουσικοί, μαγαζιά, τζαμαρίσματα, ηχογραφήσεις, δισκογραφήσεις, πρόσωπα, κλίμα.







Αν βγάλουμε τους δίσκους της Μπέσσυ Σμιθ και του Λούις Άρμστρονγκ που άκουγα όταν ήμουνα μικρή, δεν ξέρω κανέναν άλλο που να επηρέασε το τραγούδι μου, τότε ή και σήμερα. Πάντα ζήλευα τον γεμάτο δυνατό ήχο της Μπέσσυ και το αίσθημα του Ποπ. Παιδιά με ρωτάνε συνέχεια από πού προέρχεται το στυλ μου, πώς εξελίχθηκε κι άλλα τέτοια. Τι να τους πω; Αν βρεις μια μελωδία που να σου μιλάει, τότε δεν χρειάζεται να εξελίξεις τίποτα. απλώς το αισθάνεσαι κι όταν τραγουδάς υπάρχουνε κι άλλοι που αισθάνονται κάτι. Για μένα η δουλειά, η ενορχήστρωση ή η πρόβα δεν έχουν καμία σχέση. Δώστε μου ένα τραγούδια που να το αισθάνομαι και δεν το θεωρώ ποτέ κόπο. Τέτοιο είναι το αίσθημα που έχω για μερικά τραγούδια που δεν αντέχω να τα πω, αυτό όμως είναι πάλι άλλο θέμα. [σ. 66]



Η φωνή της ταυτίστηκε με την ερμηνεία,
ο συρτός της ήχος με την έννοια του πόνου, η εκφορά των λέξεων ήταν σχεδόν χειροπιαστή, όπως τις άφηνε να μείνουν για λίγο στον αέρα, για να τις δεις μέσα στο πλήρες περίγραμμα και στο ολοκληρωμένο τους νόημα.

Όπως άλλωστε έλεγε, «μου ’χουνε πει πως κανείς δε λέει τη λέξη «πείνα» σε τραγούδι όπως εγώ. Ούτε τη λέξη «αγάπη». Ίσως να ’ναι που θυμάμαι τι σημαίνουν τούτες οι λέξεις».

Οι αστυνόμοι περίμεναν να την συλλάβουν ακόμα και έξω από το νοσοκομείο Μετροπόλιταν του Μανχάταν όπου μεταφέρθηκε για άλλη μια φορά ερείπιο τον Ιούλιο του 1959.

Αλλά αυτή τη φορά απέτυχαν, τους την έκλεψε ο θάνατος.

Η έκδοση περιλαμβάνει γυαλιστερό ένθετο με 31 ασπρόμαυρες φωτογραφίες, δισκογραφία από τον Albert McCarthy [1973] και το πεντασέλιδο κείμενο του David Ritz «Μια χρήσιμη δισκογραφία για όσους αγαπούν την Μπίλλυ» [2006], με τις δικές του απόψεις και προτάσεις για μια σειρά δίσκων της.

Πλήρης τίτλος: Billie Holiday, με τη συνεργασία του William Dufty – Η κυρία τραγουδάει τα μπλουζ. Αυτοβιογραφία. Εκδ. Άγρα, 2012 [Α΄ έκδ. 1984] μτφ. Ιουλία Ραλλίδη, εισαγωγή David Ritz, σελ. 327 [Billie Holiday, Lady sings the blues, 1956].


Εδώ η πηγή και κάποιες μοναδικές φωτογραφίες


 --------------

«Η Μαμά και ο Μπαμπάς ήταν ακόμη παιδιά όταν παντρευτήκανε. Αυτός ήταν δεκαοχτώ χρονών, εκείνη δεκάξι κι εγώ τριών». Με αυτή τη φράση ξεκινάει τη διήγηση της ταραχώδους ζωής της η μεγαλύτερη τραγουδίστρια που μας χαρίστηκε ποτέ στην αυτοβιογραφία της. Είναι 1958 και η Μπίλι Χόλιντεϊ πραγματοποιεί τη δεύτερη ευρωπαϊκή της περιοδεία.

Όταν επιστρέφει στο Μανχάταν τη μεταφέρουν, σε άθλια κατάσταση από τα ναρκωτικά, στο νοσοκομείο Μετροπόλιταν. Ένα χρόνο αργότερα, στις 17 Ιουλίου του 1959 και σε ηλικία μόλις 44, η βραχνιασμένη θλίψη της θα σιωπήσει για πάντα.



Γεννημένη στις 7 Απριλίου του 1915, στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ η Eleanora Fagan (επώνυμο της μητέρας της) απέκτησε από μικρή το παρωνύμιο Μπίλι ενώ κάποιοι την γνώριζαν ως Ματζ. Η ίδια ξεκίνησε την μοναχική άνοδο της παραλάσσοντας το επώνυμο ενός πατέρα που την αναγνώρισε μόνο μετά την αναγνώριση της (εκείνος ήταν ένας Halliday) ενώ το προσωνύμιο Lady Day της δόθηκε από τον φίλο της, Λέστερ Γιανγκ. Η ζωή της ήταν το ίδιο μπερδεμένη με τις ονομασίες της. Δύσκολη. Πορνεία, φυλακές, αναμορφωτήρια, ουσίες, ρατσισμός και σε όλα αυτά, ένα διαμάντι που η ίδια χάριζε σε όλους κάθε φορά που τα χείλη της άνοιγαν για να τραγουδήσει. Η Μπίλι Χόλιντει κακοποιήθηκε από συγγενείς με τους οποίους αναγκάστηκε να συμβιώσει όταν η μητέρα της εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, αναζήτησε εις μάτην τον έρωτα, επάνω της οι σύντροφοι της εκτόνωσαν τη βία ενώ η φυγή της στα ναρκωτικά, την ηρωϊνη, το αλκοόλ την έφτιαξαν αυτό που πάντα ήταν. Ένας καρπός παράξενος, σαν αυτόν που τραγούδησε, ετών 24, στο Café Society της Νέας Υόρκης, το μοναδικό κλαμπ εκτός Χάρλεμ όπου η είσοδος επιτρεπόταν σε λευκούς και μαύρους εκείνη την εποχή, ένα βράδυ του 1939.
“Είναι ένας καρπός να τον φάν' τα κοράκια,
Να τον μουσκέψει η βροχή, να τον ρουφήξει ο αέρας
Να τον σαπίσει ο ήλιος, να πέσει από το δέντρο
Είναι μια παράξενη και πικρή σοδειά.”


 


Το Strange Fruit θα γινόταν ένα από τα πιο σημαντικά τραγούδια που τρύπωσαν ποτέ στα αυτιά μας.

«Δεν μπορώ να τραγουδώ το ίδιο τραγούδι με τον ίδιο τρόπο δύο νύχτες στη σειρά. Πολύ περισσότερο δε, για δύο ή για δέκα χρόνια. Αν μπορείς να το κάνεις αυτό, τότε δεν είναι μουσική, είναι άσκηση, ίσως, αλλά όχι μουσική» είπε κάποτε και το εννοούσε.

Άλλωστε η Χόλιντεϊ κάθε φορά που τραγουδούσε, χάριζε ένα ακόμη κομμάτι από τους πόνους μέσα της. «Αν το μόνο που περιμένεις είναι μπλεξίματα, ίσως να έρθουν κι ευτυχισμένες μέρες. Αν περιμένεις ευτυχία – πρόσεχε», ήταν μια από τις φράσεις που έδειχναν την τραχύτητα της σύντομης ζωής της.
Μεγαλωμένη σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, δεν τελείωσε ποτέ το σχολείο αφού έπρεπε να βγάζει χαρτζιλίκι δουλεύοντας σε οίκο ανοχής. Πριν φύγει στα 12 της από το Μέριλαντ για τη Νέα Υόρκη, θα τη βιάσει ένας γείτονας και στη μητρόπολη θα βγάλει το κορμί της στην πιάτσα. Οι μαύροι θα την τιμωρήσουν καθώς εκείνη δεν άντεχε να ανοίξει τα πόδια τους σε αυτούς -την πονούσαν-, θα τη στείλουν στη φυλακή και εκείνη θα αναζητήσει μια καλύτερη τύχη στα πάλκο του Χάρλεμ. Ο θρύλος της αρτίστας ξεκινάει αφήνοντας πίσω τη χαμοζωή, τα γκέτο, τον εγκλεισμό σε καθολικό αναμορφωτήριο ανηλίκων.





«Παίζαμε σε μια ατέλειωτη σειρά από ξεφτιλισμένα μαγαζιά, σε ζόρικες νέγρικες αίθουσες χορού στον Νότο, όπου το ουίσκυ από καλαμπόκι το φέρνανε κρυφά απέναντι από τις σιδηροδρομικές γραμμές, οπότε, μπαμ, ξαφνικά σταμάταγε αυτό το μαγγανοπήγαδο και μας αγκαζάρανε σε κάποιο μεγάλο ξενοδοχείο λευκών. Δεν είχαμε τις σωστές φορεσιές, τα σωστά ρούχα ή μηχανήματα –οι μάγκες στην ορχήστρα δεν είχανε καν τα πνευστά που έπρεπε και που χρειάζονταν–, ήμασταν όλοι ξεχαρβαλωμένοι, έχοντας διανύσει χιλιάδες μίλια άυπνοι, χωρίς πρόβες και χωρίς προετοιμασία, παρ’ όλα αυτά απαιτούσαν από μας να σκίσουμε».

Συμβιβασμένη με τις κακουχίες, όταν πέθανε από κίρρωση του ήπατος ο τραπεζικός της λογαριασμός μετρούσε μόλις 0,70 δολάρια.
Ο μουσικός παραγωγός και κυνηγός ταλέντων Τζον Χάμοντ την έσωσε πρόσκαιρα, αλλά η ζωή της θα παραμείνει τραγική. Ακόμη και στο τέλος της, έξω από το δωμάτιό που νοσηλευόταν, την αστυνόμευαν. Μόλις οδηγήθηκε στο νοσοκομείο, συνελήφθη για παράνομη κατοχή ναρκωτικών.

Η Μπίλι «δραπέτευσε» για τα καλά, μια μαύρη που τη μισούσαν οι μαύροι, μια γυναίκα σε κόσμο για σκληροτράχηλους άντρες, μια Κυρία που τραγούδησε τα μπλουζ όπως δεν θα μπορέσει να το κάνει ποτέ ξανά κανείς.



«Μου 'χουνε πει πως κανείς δεν λέει τη λέξη «πείνα» σε τραγούδι όπως εγώ. Ούτε τη λέξη «αγάπη». Ισως και να 'ναι γιατί θυμάμαι τι σημαίνουν τούτες οι λέξεις. Ισως γιατί είμαι τόσο περήφανη ώστε να θέλω να θυμάμαι τη Βαλτιμόρη και το Ουέλφερ Αϊλαντ, το Ιδρυμα Καθολικών και το δικαστήριο Τζέφερσον Μάρκετ, τον σερίφη μπροστά απ' το σπίτι μας στο Χάρλεμ και τις πόλεις απ' τη μια άκρη της χώρας στην άλλη, όπου γέμισα χτυπήματα και ουλές, στη Φιλαδέλφεια και στο Ολντερσον, στο Χόλιγουντ, στο Σαν Φρανσίσκο - κάθε γωνιά, πανάθεμά την.

Ολες οι Κάντιλακ και οι μινκ γούνες -και είχα πολλές στη ζωή μου- δεν μπορούν να με κάνουν να τα ξεχάσω. Και σε όλα αυτά τα μέρη, κι απ' όλο αυτό τον κόσμο, ό,τι έμαθα τα λένε τούτες οι δύο λέξεις. Πρέπει να 'χεις φαΐ να φας, πρέπει να 'χεις λίγη αγάπη στη ζωή για να ανεχτείς του καθενός το συναξάρισμα για το πώς πρέπει να συμπεριφέρεσαι σωστά. Αυτό που είμαι κι αυτό που θέλω απ' τη ζωή, σ' αυτά τα λόγια κλείνεται».

* Η συγκλονιστική αυτοβιογραφία της «Η κυρία τραγουδάει τα μπλουζ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.


'OMNIA' Φ.Πλιάτσικας







Με γομολάστιχα θα σβήσω
αλήθειες που σε κάνουν να πονείς,
θα φτιάξω ένα ωραίο ψέμα
απόψε για να κοιμηθείς.

Μη με κοιτάς με αυτό το βλέμμα
γεμάτο ερωτηματικά,
οι απαντήσεις που γυρεύεις
είναι θαμμένα μυστικά.

Μετράει η αλήθεια για όσο την αντέχεις,
γι’ αυτό τις ερωτήσεις που θα κάνεις να προσέχεις.
Μετράει η αλήθεια για όσο την αντέχω
γι’ αυτό τις ερωτήσεις που θα κάνω θα προσέχω.


Στίχοι:  Λουδοβίκος των Ανωγείων
Μουσική:  Φίλιππος Πλιάτσικας 


How Long Has This Been Going On..



 "Με τη Χάνα στην αγκαλιά του, γλιστρούσε πάνω στη θλίψη του σαξοφώνου.
Η μελωδία ήταν τόσο αργή, τόσο τραβηγμένη, που μπορούσε και η ίδια να καταλάβει ότι ο συνθέτης της δεν ήθελε να βγει από το μικρό σαλόνι της εισαγωγής και να περάσει στο τραγούδι, θα προτιμούσε να μείνει εκεί, στο σημείο που δεν είχε αρχίσει ακόμα η ιστορία, σαν να είχε ερωτευτεί την καμαριέρα προτού γνωρίσει την κυρία του σπιτιού.
Ο Άγγλος μουρμούρισε, ότι κάτι τέτοιες εισαγωγές σε τραγούδια ονομάζονταν «φορτία» .."
--


από το "Άγγλος Ασθενής" του Michael Ondaatje
και
How Long Has This Been Going On... του George Gershwin














I could cry salty tears;
Where have I been all these years?
Little wow, tell me now:
How long has this been going on?

There were chills up my spine,
And some thrills I can't define.
Listen, sweet, I repeat:
How long has this been going on?

Oh, I feel that I could melt;
Into Heaven I'm hurled!
I know how Clombus felt,
Finding another world.

Kiss me once, then once more.
What a dunce I was before.
What a break! For Heaven's sake!
How long has this been going on?

Dear, when in your arms I creep,
That divine rendez-vous,
Don't wake me, if I'm asleep,
Let me dream that it's true!

Kiss me twice, then once more.
That makes thrice, let's make it four!
What a break! For Heaven's sake!
How long has this been going on?
--How long has this... Been going... On?....

Come Waltz With Me





Come walk with me and let go of the way you are going
Come talk to me and I'll tell you what's really worth knowing
Life's much too good, my friend. Don't let it end.






Come dance with me and I'll give you a gift worth giving
Take a chance with me and I'll show you a life that's worth living
Life's much too good, my friend. Don't let it end.

Come waltz with me and let go of the way you are going
Come talk to me and I'll tell you what's really worth knowing
Life's much too good, my friend. Don't let it end.

Come dance with me and I'll give you a gift worth giving
Take a chance with me and I'll show you a life that's worth living
Life's much too good, my friend. Don't let it end.
 
 
με τον   Ν τ έ μ η    Ρ ο ύ σ σ ο
που μας άφησε τούτη την Κυριακή ..

Τα Πλοία Των Ερώτων


Όταν ο άνεμος φυσά
κι οι άνθρωποι σωπαίνουν
κάτι σκιές με προσκαλούν
στις έρημες μαρίνες
τα πλοία των ερώτων μας
μου δείχνουν που πεθαίνουν
και τριγυρνούν στην πλώρη τους
νεράιδες και σειρήνες

Πάνω στον πάγκο ενός καφέ
τα βρόχινα τους μάτια
για τα ναυάγια με ρωτούν
και της ζωής το ψέμα
κι εγώ δειλά τους απαντώ
κοιτώντας τα κατάρτια
η δύση κι η ανατολή
έχουν το ίδιο αίμα





Έτσι στα καθημερινά
αμήχανοι γυρνάμε
παιδιά που παίζουν στη βροχή
με τρυπημένη μπάλα
μα κάποιος γέρος ναυτικός
μας είχε πει θυμάμαι
πως πάντα μέσα μας θα ζουν
τα μπάρκα τα μεγάλα


Τρικάταρτο η αγάπη σου
και ο καιρός αρμύρα
μια Κυριακή σ’αντίκρισα
και μού’κλεψες το φως μου
ό, τι με πνίγει ν’αγαπώ
είν’η δική μου μοίρα
καλά ταξίδια, μάτια μου, 
στις θάλασσες του κόσμου ...


Δημήτρης Μητροπάνος 

σε στίχους Άλκη Αλκαίου 
και μουσική  Θάνου Μικρούτσικου