"...Στα είκοσί του ο τρομπετίστας Τσετ Μπέικερ μοιάζει με τον Τζέιμς Ντιν· ήδη όμως στο βάθος είναι ένα είδος Βερλέν: πάνω απ' όλα η μουσική και από κάτω τα σκουπίδια - ναρκωτικά αντί για αψέντι. Απόλυτη λεπτότητα στην έκφραση που κρέμεται από μια κλωστή. Δεν κυνηγάει με μαχαίρι τις διαδοχικές γυναίκες του, τις χτυπάει. Κι αυτές δεν τον εγκαταλείπουν. Βρίζει τους μουσικούς που τον συνοδεύουν όταν δεν τους κλοτσάει. Κι αυτοί, συνήθως, ξαναγυρίζουν.
Τον Τσετ τον αγαπούν, παρά τη θέλησή του, για τις στιγμές που προσφέρει, τις συγκινήσεις που ξυπνάει.
"Είναι εύκολο να τον αγαπήσει κάποιος γι' αυτά που παίζει, είναι δύσκολο γι' αυτά που ζει.
Δεν διαλέγουμε όμως υποχρεωτικά ανάμεσα στα δύο.
Τον αγαπάμε ".
James Gavin στη βιογραφία του Baker με τίτλο "La Longue Nuit de Chet Baker "
Η ζωή αυτού του μουσικού που γεννήθηκε το 1929 και πέθανε το 1988, είναι η θλιβερή εποποιία αυτού που ο Μπάροουζ ονόμαζε «ο εκθαμβωτικός πανηγυριτζής με τη σύριγγα».
Στην Ιταλία, το 1959, ο Τσετ έφτανε να «χτυπήσει» 40 φορές μέσα σε 24 ώρες.
Ο Τζέιμς Γκάβιν περιγράφει τα πάντα με ακρίβεια και λεπτομέρειες που εντυπωσιάζουν. Θα έλεγε κανείς πως ανασκαλεύει τα γεγονότα για να εκδικηθεί για τις απογοητεύσεις του. Η ανάγνωση της βιογραφίας του, για κάποιον που αγαπάει τον Τσετ Μπέικερ, γρήγορα μετατρέπεται σε μυστικιστική εμπειρία. Διατρέχοντας τους κύκλους της αθλιότητας σιγά σιγά εξαγνίζεται όσο προχωράει προς τον τελικό, ουσιαστικό σκοπό: τη μουσική.
[...]
Από ηθική άποψη σήμερα ο Μπέικερ θα ήταν παράδειγμα προς αποφυγή. Δεν παύει ωστόσο διαρκώς να είναι ένα είδος φοίνικα: από τη φυλακή στην καλλιτεχνική αποτυχία αναγεννιέται, πολλές φορές, με τους ήχους του και μέσω αυτών. Στη διαδρομή του συναντάει πολλούς από τους μεγάλους της τζαζ. Τη δεκαετία του '50 είναι ένας ιδιοφυής τρομπετίστας στο πλάι του Τσάρλι Πάρκερ. Οι μαύροι μουσικοί ωστόσο τον σιχαίνονται. Η κριτική, παθιασμένη με το hard-bop, τον αντιμετωπίζει σαν ατελές αντίγραφο του Μάιλς Ντέιβις ή σαν καλλιτέχνη του βαριετέ. Δεν έχει καταλάβει τίποτε από το νέο, υβριδικό είδος που ο Μπέικερ φέρνει στη μουσική σκηνή. Ακολουθεί η ευρωπαϊκή του πορεία, στη Γαλλία και περισσότερο στην Ιταλία. Είναι η σκοτεινότερη - και η καλύτερη: σε duo ή σε trio, τραγουδώντας αδύναμα ή παίζοντας σιγανά την τρομπέτα του, ο Τσετ συναντάει επιτέλους τη σπάνια ιδιοφυΐα του: ένα όνειρο, μέσα στο κενό ενός δωματίου, που οδηγεί στον παράδεισο με μία και μοναδική νότα....."
Chet Baker by Cloud9Hunter |
Ο Chet πέθανε στις 13 Μαΐου 1988, πέφτοντας από το παράθυρο του ξενοδοχείου όπου έμενε στην πόλη του Αμστερνταμ. Ηταν 58 ετών, αλλά είχε προλάβει να ηχογραφήσει μεγάλο σε αριθμό υλικό τραγουδιών, που βοήθησε στη συνέχεια να εκτιμηθεί το μέγεθος της αξίας του.
Σε ηλικία 10 ετών μετακομίζει με τους γονείς του στο Glendale της Καλιφόρνιας, μια μικρή πόλη όπου η μουσική παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή των κατοίκων της.
Σε ηλικία 18 ετών επιστρέφει ύστερα από δύο χρόνια υπηρεσίας σε στρατιωτική μονάδα της Γερμανίας, όπου έπαιζε μουσική στη στρατιωτική μπάντα της μονάδας, και παράλληλα με τις μουσικές του σπουδές, τριγυρίζει στα διάφορα κλαμπ του Σαν Φρανσίσκο.
Εκεί θα γνωρίσει τον μεγάλο σαξοφωνίστα Charlie Parker, ο οποίος θα τον επιλέξει για την μπάντα του, που θα έκανε περιοδεία στην Καλιφόρνια εκείνη την εποχή. Λέγεται μάλιστα ότι τηλεφώνησε αμέσως στους φίλους του στη Νέα Υόρκη, Miles Davis και Dizzy Gillespie, λέγοντάς τους ότι υπάρχει εδώ ένας νεαρός λευκός τρομπετίστας που θα σας δημιουργήσει προβλήματα με το ταλέντο του.
Επειτα από λίγες εβδομάδες, ο Baker, που ήταν τότε 22 ετών και είχε παίξει, εκτός του Parker, και με τον Stan Getz, θα προσχωρήσει στο διάσημο κουαρτέτο ενός άλλου σαξοφωνίστα, του Gerry Mulligan, με το οποίο θα κάνει τις πρώτες του ηχογραφήσεις παίζοντας και τραγουδώντας.
Ανάμεσα στις ηχογραφήσεις του με το κουαρτέτο του Mulligan ήταν και το εκπληκτικό σόλο του στο My Funny Valentine, που θεωρείται το τραγούδι που προσδιορίζει το ταλέντο του.
Σύντομα η φυσική ομορφιά του προσώπου του προσελκύει τους παραγωγούς του Χόλιγουντ και εμφανίζεται στην ταινία Hell's Horizon, δίπλα στους John Ireland και Maria English.
Στα πρώτα χρόνια της καριέρας του θα κερδίσει για τρεις συνεχόμενες χρονιές τα βραβεία του καλύτερου τρομπετίστα σε περιοδικά της τζαζ, όπως το «Downbeat» και το «Metronome» ξεπερνώντας στη λίστα ονόματα όπως οι Miles Davis, Clifford Brown και Dizzy Gillespie. Την ίδια περίοδο θα αρχίσει να τραγουδάει στις ηχογραφήσεις που έκανε για την εταιρεία Riverside, με τον Russ Freeman να τον συνοδεύει συχνά με το πιάνο του, και το 1955 θα είναι στην τέταρτη θέση του δημοψηφίσματος του περιοδικού «Downbeat» με τους καλύτερους τραγουδιστές, ισοψηφώντας με τον Nat King Cole.
Ταυτόχρονα όμως, σε μία περίοδο που πολλοί καλλιτέχνες απομακρύνονται από τα ναρκωτικά, αυτός λέει «ναι» στην ηρωίνη, γεγονός που θα επηρεάσει τη ζωή του στα επόμενα χρόνια.
Από τις αρχές της δεκαετίας του '50, μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του '60 τα ναρκωτικά θα είναι η αιτία που θα οδηγήσουν ακόμα και στην απέλασή του από χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία και η Γερμανία, ενώ θα μείνει και για έναν χρόνο σε ιταλικές φυλακές, την ίδια δεκαετία.
Ιδιαίτερα στην περίοδο 1952-59 θα απασχολήσει τουλάχιστον 11 φορές το FBI με τη χρήση ναρκωτικών και τη συχνά παράξενη συμπεριφορά του, που τον οδηγούσε σε προβληματικές καταστάσεις. Το όμορφο, σχεδόν παιδικό πρόσωπό του σε συνδυασμό με τη δυναμική συμπεριφορά του ήταν ιδιαίτερα ελκυστικό για τις γυναίκες που πίστευαν ότι είχε ανάγκη από μια γυναίκα-μητέρα και έπεφταν εύκολα θύματα του γοητευτικού του χαμόγελου, όπως άλλωστε όλοι όσοι ήταν στο περιβάλλον του.
Αδυναμία του, τα γρήγορα αυτοκίνητα, γεγονός που έκανε αρκετούς να τον παρομοιάζουν με τον James Dean της τζαζ.
Η πρώτη ερμηνεία του ήταν στο Thrill Is Gone, στο άλμπουμ του 1954 Chet Baker Sings.
Η ηχογράφηση του τραγουδιού έγινε στις 27 Οκτωβρίου του 1953 και τον συνοδεύει, μεταξύ άλλων, ο μόνιμος συνεργάτης του εκείνη την εποχή πιανίστας Russ Freeman.
Οπως και ο Miles Davis, ο οποίος ήταν το πρότυπό του, ο Chesney «Chet» Baker έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στην ευρωπαϊκή ήπειρο, που πάντα κατάφερνε να ξεχωρίζει τους σημαντικούς καλλιτέχνες από τον χώρο της τζαζ. Για πολλούς μάλιστα η ζωή του Baker είχε αρκετά κοινά σημεία με τη ζωή της Billie Holiday, για την οποία ηχογράφησε το 1965 το άλμπουμ Lady Day.
Εγινε αγαπημένος των διανοουμένων στο Παρίσι, το Λονδίνο, το Μιλάνο, τη Ρώμη και όπου έμεινε, έστω για λίγους μήνες. Ο εθισμός του στην ηρωίνη και η αθώα ομορφιά του προσώπου του δημιούργησαν εύκολα τον μύθο του όμορφου τύπου, που γεννήθηκε για να είναι ο χαμένος της υπόθεσης.
Το 1964 θα επιστρέψει στην Αμερική, αλλά η ανάμειξή του σε μια φασαρία στο Σαν Φρανσίσκο, ενώ προσπαθούσε να προμηθευτεί ναρκωτικά, θα του κοστίσει δύο από τα μπροστινά του δόντια, τα οποία θα αργήσει αρκετά να αντικαταστήσει.
Αφού δεν κατάφερε να εκμεταλλευτεί την απήχηση που είχε στο κοινό στα πρώτα 10 χρόνια της καριέρας του από εμπορικής άποψης, κάτι που συνέβη άλλωστε στους περισσότερους από τους μεγάλους καλλιτέχνες της τζαζ, ο Baker έκανε εμφανίσεις σε Καλιφόρνια και Νέα Υόρκη για αρκετά χρόνια, ενώ παράλληλα ηχογραφούσε διάφορα άλμπουμ, κυρίως σε συναυλίες του.
Το 1978 αποφασίζει να επιστρέψει στην Ευρώπη και η φίλη του Diane Vavra αναλαμβάνει να τον βοηθάει στην προσωπική του ζωή και στη διοργάνωση των συναυλιών του.
Την περίοδο αυτή θα ηχογραφήσει αρκετά άλμπουμ, κυρίως για μικρές ευρωπαϊκές δισκογραφικές εταιρείες, αλλά παρά τη θετική αντιμετώπιση από τους κριτικούς, οι δίσκοι αυτοί θα απευθυνθούν σε περιορισμένο κοινό.
Το 1983 ο Elvis Costello, που ήταν φανατικός φίλος της μουσικής του, θα τον καλέσει να παίξει σαξόφωνο στο τραγούδι του Shipbuilding, που υπάρχει στο άλμπουμ Punch The Clock και ο Baker με τη σειρά του λίγο αργότερα θα ηχογραφήσει το Almost Blue, το οποίο θα χρησιμοποιήσει στη μουσική επένδυση του ντοκιμαντέρ Let's Get Lost, που είχε θέμα τη ζωή του.
Στις 13 Μαΐου του 1988, στις 3 τα ξημερώματα, θα βρεθεί νεκρός στον δρόμο, κάτω από το δωμάτιο του ξενοδοχείου του στο Αμστερνταμ. Στο δωμάτιό του θα βρεθούν κοκαΐνη και ηρωίνη.
Το 2007 θα παιχθεί σε θέατρο του Λονδίνου το έργο Speedball, που βασίζεται στη ζωή του, ενώ το 1960 ο Robert Wagner ήταν πρωταγωνιστής στην ταινία του 1960 All The Fine Young Cannibals, στην οποία ο χαρακτήρας Chad Bixby θα πρέπει να αφορά τον Chet Baker.
Καλλιτεχνική φιγούρα, με πλούσιο δισκογραφικό έργο, κυρίως από τις κατά καιρούς συναυλίες του, ζωή βασανισμένη από πολλές απόψεις και ένα μεγάλο ταλέντο στην τρομπέτα, σε συνδυασμό μ' έναν μελαγχολικό τρόπο ερμηνείας στα τραγούδια, είναι ένα κράμα που κρατάει ζωντανό στη μνήμη μας τον Chet Baker για πάντα.
Άρθρο του Γιάννη Πετρίδη στην Ελευθεροτυπία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου