Παίζαμε σε μια ατέλειωτη σειρά από ξεφτιλισμένα μαγαζιά, σε ζόρικες νέγρικες αίθουσες χορού στον Νότο, όπου το ουίσκυ από καλαμπόκι το φέρνανε κρυφά απέναντι από τις σιδηροδρομικές γραμμές, οπότε, μπαμ, ξαφνικά σταμάταγε αυτό το μαγγανοπήγαδο και μας αγκαζάρανε σε κάποιο μεγάλο ξενοδοχείο λευκών. Δεν είχαμε τις σωστές φορεσιές, τα σωστά ρούχα ή μηχανήματα – οι μάγκες στην ορχήστρα δεν είχανε καν τα πνευστά που έπρεπε και που χρειάζονταν – ήμασταν όλοι ξεχαρβαλωμένοι, έχοντας διανύσει χιλιάδες μίλια άυπνοι, χωρίς πρόβες και χωρίς προετοιμασία – παρ’ όλα αυτά απαιτούσαν από μας να σκίσουμε.
[σ. 92 – 93]
Προτού βρεθεί η Μπίλι Χολιντέι στον δρόμο, βρισκόταν πάντα στον δρόμο.
Η ίδια μουσική που την αποπλάνησε μια για πάντα είχε νωρίτερα κλέψει την ψυχή του πατέρα της, και αργότερα τον ίδιο. Μπορεί τα δηλητηριώδη αέρα του πολέμου να του ρήμαξαν τα πνευμόνια δίνοντας τέλος στην καριέρα του ως τρομπετίστα, όμως τα χέρια του ήταν γερά και το μυαλό του πεισματωμένο: να γίνει οπωσδήποτε μουσικός. Όταν το κατάφερε τα ταξίδια με την μπάντα του ήταν και το τέλος της οικογενειακής του ζωής.
Η Βαλτιμόρη κατάντησε γι’ αυτόν απλώς ένα πέρασμα μες στη νύχτα.
Τι απέμεινε στην μικρή Ελεονόρα;
Μια νεαρή παιδούλα ως μητέρα της, και μια γιαγιά που πέθανε από γεράματα αλλά πρόλαβε να της εξηγήσει τι σήμαινε να’ ναι σκλάβα, να ανήκει ψυχή τε και σώματι σ’ έναν λευκό, που ήτανε ο πατέρας των παιδιών της.
Η Βαλτιμόρη κατάντησε γι’ αυτόν απλώς ένα πέρασμα μες στη νύχτα.
Τι απέμεινε στην μικρή Ελεονόρα;
Μια νεαρή παιδούλα ως μητέρα της, και μια γιαγιά που πέθανε από γεράματα αλλά πρόλαβε να της εξηγήσει τι σήμαινε να’ ναι σκλάβα, να ανήκει ψυχή τε και σώματι σ’ έναν λευκό, που ήτανε ο πατέρας των παιδιών της.
Στα έξι ο κόσμος της ήταν η κακομεταχείριση από τους συγγενείς, το σφουγγάρισμα των «παναθεματισμένων άσπρων σκαλιών της Βαλτιμόρης» και τα θελήματα σε σπίτια και στο πορνείο της γωνίας.
Κι όταν εκεί ερχότανε η ώρα της πληρωμής, τους έλεγε να κρατήσουν τα λεφτά και να την αφήσουν να πάει στο μπροστινό σαλόνι ν’ ακούσει τον Λούις Άρμστρονγκ και την Μπέσσυ Σμίθ στο γραμμόφωνο:
Μερικές φορές ο δίσκος μ’ έκανε να νιώθω τέτοια θλίψη που έριχνα ένα κλάμα άλλο πράγμα.
Κι άλλες φορές ο ίδιος ο παναθεματισμένος ο δίσκος μ’ έκανε τόσο ευτυχισμένη που ξεχνούσα πόσο χρήμα, που είχα βγάλει με ιδρώτα, μου στοίχιζε η μουσική βραδιά στο σαλόνι.[σ. 27].
Το μπορντέλο ήταν ένα από τα ελάχιστα μέρη όπου ακουγόταν αυτή η μουσική, αλλά και όπου μπορούσαν να συναντηθούν όσο πιο φυσικά γινόταν οι λευκοί με τους μαύρους.
Στα δέκα, της έλαχε «το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί σε μια γυναίκα», ο βιασμός, στα δώδεκα την κακοποίησε ένας τρομπετίστας από μια μεγάλη νέγρικη ορχήστρα.
Κι έτσι δεν ήτανε ν’ απορεί κανείς που το σεξ το φοβόταν «σαν τον θάνατο».
Όμως η πορνεία ήταν μονόδρομος επιβίωσης και όταν δεν αναλάμβαναν οι νταβατζήδες του, έρχονται οι επίσημοι του είδους, οι δικαστές, για να την στείλουν με ιδιαίτερη ευκολία στο αναμορφωτήριο. Μετά την θητεία της αναχωρεί με την μητέρα της για το Χάρλεμ, την εποχή του κραχ.
Μόνο που, με εξαίρεση τις ουρές του ψωμιού, το κραχ δεν είναι ήταν «τίποτα καινούργιο για εκείνες, πάντα το είχαν».
Η αρχή έγινε στην «Ξύλινη Καλύβα», με πρώτο τραγούδι το Trav’ lin’ all alone που έκανε τους φασαριόζους θαμώνες να σιωπήσουν.
Και η συνέχεια περιλαμβάνει όλους όσους έρχονταν στο καταγώγι, την άκουσαν και αργότερα συνεργάστηκαν μαζί της, επηρεαζόμενοι και οι ίδιοι από εκείνο το στυλ της ή ανάμιξαν τις μαύρες ψυχοσυνθέσεις τους σε μπλουζ, τζαζ και σουίνγκ κορυφώματα:
Benny Goodman, Johnny Hodges, Coleman Hawkins, Count Basie, Artie Shaw, Duke Ellington, Lester Young, Buck Clayton, Charlie Shavers, Oscar Peterson, Roy Eldridge, Ben Webster.
Ακολουθεί το αξέχαστο πρωινό της έναρξης στο Απόλλο και όλα τα μαγαζιά του Χάρλεμ. Αλλά τα μαγαζιά δεν είχανε ουσία. Η ζωή που ζούσαμε είχε.
Η όλη ιστορία γινότανε στα παρασκήνια και ελάχιστοι ήτανε οι λευκοί που μπόρεσαν να τη ζήσουν από κοντά. Κι όταν γινότανε αυτό, ήταν σαν να είχανε έρθει από άλλο πλανήτη. Ήτανε βάσανο. Μερικές φορές αναρωτιέμαι πώς επιβιώσαμε. [σ. 70]
Ο ιδιοκτήτης του Uptown House στο Χάρλεμ έγινε ο μεγάλος της έρωτας και ταυτόχρονα ο ναρκωτικός της καταστροφέας. Στην μαύρη της ζωής μπαίνουν τα απατηλά λευκά: οι γόβες, οι γαρδένιες και η πρέζα. Κατά τα άλλα ο αιώνιος και αμετακίνητος «παναθεματισμένος φυλετικός διαχωρισμός» θα βρίσκεται πάντα μπροστά της.
Η Lady Day των Υπογείων θα φτάσει ψηλά, εκεί όπου τελικά δεν υπάρχει τίποτα.
Στην διαδρομή δεν επιτρεπόταν ποτέ να αρρωστήσει, να δείξει πόνο, να βγει άσχημη, να μην τραγουδήσει καλά, να μην ανταποκριθεί στις προσμονές των πολλών.
Με τη ζωή που κάναμε στην τουρνέ, κανένας δεν είχε καιρό να πάει μόνος στο κρεβάτι, πόσο μάλλον και με κάποιον άλλον. Το βράδυ, όπως έλεγε κι ο Λέστερ, κάναμε στάση σε μια πόλη, πληρώναμε δύο έως τέσσερα δολάρια για ένα δωμάτιο, ξυριζόμασταν και ρίχναμε για κάμποσα λεπτά μια ματιά στο κρεβάτι, πηγαίναμε να κάνουμε πρόγραμμα, ξαναρχόμασταν, ξαναρίχναμε πάλι μια ματιά στο κρεβάτι κι ανεβαίναμε στο λεωφορείο. [σ. 93]
Ίσως γι’ αυτό στο Strange fruit εκφραζόταν τόσο εσώψυχα· γιατί ήξερε πως το παράξενο φρούτο θα ήταν πάντα εκείνη για όλους.
Αν περιμένει κανείς μια ατέλειωτη ελεγεία, δεν θα βρει τίποτα.
Η Κυρία γράφει όπως μιλούσε, απλά, σταράτα, κοφτερά και απροκάλυπτα, όπως γράφουν σήμερα οι «βρώμικοι ρεαλιστές».
Και πολύ περισσότερο δεν κλαψουρίζει ούτε αναζητά απαντήσεις. Στα δύσκολα μόνο βρίζει τους απάνθρωπους που επιχείρησαν να την τσακίσουν και τους προσπερνά με τρεις φράσεις, μέχρι τους επόμενους.
Διόλου τυχαία κάθε κεφάλαιο έχει τον τίτλο ενός τραγουδιού της. Αλλά εκτός από την προσωπική διήγηση της στο βιβλίο ανασαίνει ολόκληρος ο αληθινός τζαζ κόσμος: απαρχές, μουσικοί, μαγαζιά, τζαμαρίσματα, ηχογραφήσεις, δισκογραφήσεις, πρόσωπα, κλίμα.
Αν βγάλουμε τους δίσκους της Μπέσσυ Σμιθ και του Λούις Άρμστρονγκ που άκουγα όταν ήμουνα μικρή, δεν ξέρω κανέναν άλλο που να επηρέασε το τραγούδι μου, τότε ή και σήμερα. Πάντα ζήλευα τον γεμάτο δυνατό ήχο της Μπέσσυ και το αίσθημα του Ποπ. Παιδιά με ρωτάνε συνέχεια από πού προέρχεται το στυλ μου, πώς εξελίχθηκε κι άλλα τέτοια. Τι να τους πω; Αν βρεις μια μελωδία που να σου μιλάει, τότε δεν χρειάζεται να εξελίξεις τίποτα. απλώς το αισθάνεσαι κι όταν τραγουδάς υπάρχουνε κι άλλοι που αισθάνονται κάτι. Για μένα η δουλειά, η ενορχήστρωση ή η πρόβα δεν έχουν καμία σχέση. Δώστε μου ένα τραγούδια που να το αισθάνομαι και δεν το θεωρώ ποτέ κόπο. Τέτοιο είναι το αίσθημα που έχω για μερικά τραγούδια που δεν αντέχω να τα πω, αυτό όμως είναι πάλι άλλο θέμα. [σ. 66]
Η φωνή της ταυτίστηκε με την ερμηνεία,
ο συρτός της ήχος με την έννοια του πόνου, η εκφορά των λέξεων ήταν σχεδόν χειροπιαστή, όπως τις άφηνε να μείνουν για λίγο στον αέρα, για να τις δεις μέσα στο πλήρες περίγραμμα και στο ολοκληρωμένο τους νόημα.
Όπως άλλωστε έλεγε, «μου ’χουνε πει πως κανείς δε λέει τη λέξη «πείνα» σε τραγούδι όπως εγώ. Ούτε τη λέξη «αγάπη». Ίσως να ’ναι που θυμάμαι τι σημαίνουν τούτες οι λέξεις».
Οι αστυνόμοι περίμεναν να την συλλάβουν ακόμα και έξω από το νοσοκομείο Μετροπόλιταν του Μανχάταν όπου μεταφέρθηκε για άλλη μια φορά ερείπιο τον Ιούλιο του 1959.
Αλλά αυτή τη φορά απέτυχαν, τους την έκλεψε ο θάνατος.
Η έκδοση περιλαμβάνει γυαλιστερό ένθετο με 31 ασπρόμαυρες φωτογραφίες, δισκογραφία από τον Albert McCarthy [1973] και το πεντασέλιδο κείμενο του David Ritz «Μια χρήσιμη δισκογραφία για όσους αγαπούν την Μπίλλυ» [2006], με τις δικές του απόψεις και προτάσεις για μια σειρά δίσκων της.
Πλήρης τίτλος: Billie Holiday, με τη συνεργασία του William Dufty – Η κυρία τραγουδάει τα μπλουζ. Αυτοβιογραφία. Εκδ. Άγρα, 2012 [Α΄ έκδ. 1984] μτφ. Ιουλία Ραλλίδη, εισαγωγή David Ritz, σελ. 327 [Billie Holiday, Lady sings the blues, 1956].
Εδώ η πηγή και κάποιες μοναδικές φωτογραφίες
--------------
«Η Μαμά και ο Μπαμπάς ήταν ακόμη παιδιά όταν παντρευτήκανε. Αυτός ήταν δεκαοχτώ χρονών, εκείνη δεκάξι κι εγώ τριών». Με αυτή τη φράση ξεκινάει τη διήγηση της ταραχώδους ζωής της η μεγαλύτερη τραγουδίστρια που μας χαρίστηκε ποτέ στην αυτοβιογραφία της. Είναι 1958 και η Μπίλι Χόλιντεϊ πραγματοποιεί τη δεύτερη ευρωπαϊκή της περιοδεία.
Όταν επιστρέφει στο Μανχάταν τη μεταφέρουν, σε άθλια κατάσταση από τα ναρκωτικά, στο νοσοκομείο Μετροπόλιταν. Ένα χρόνο αργότερα, στις 17 Ιουλίου του 1959 και σε ηλικία μόλις 44, η βραχνιασμένη θλίψη της θα σιωπήσει για πάντα.
Γεννημένη στις 7 Απριλίου του 1915, στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ η Eleanora Fagan (επώνυμο της μητέρας της) απέκτησε από μικρή το παρωνύμιο Μπίλι ενώ κάποιοι την γνώριζαν ως Ματζ. Η ίδια ξεκίνησε την μοναχική άνοδο της παραλάσσοντας το επώνυμο ενός πατέρα που την αναγνώρισε μόνο μετά την αναγνώριση της (εκείνος ήταν ένας Halliday) ενώ το προσωνύμιο Lady Day της δόθηκε από τον φίλο της, Λέστερ Γιανγκ. Η ζωή της ήταν το ίδιο μπερδεμένη με τις ονομασίες της. Δύσκολη. Πορνεία, φυλακές, αναμορφωτήρια, ουσίες, ρατσισμός και σε όλα αυτά, ένα διαμάντι που η ίδια χάριζε σε όλους κάθε φορά που τα χείλη της άνοιγαν για να τραγουδήσει. Η Μπίλι Χόλιντει κακοποιήθηκε από συγγενείς με τους οποίους αναγκάστηκε να συμβιώσει όταν η μητέρα της εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, αναζήτησε εις μάτην τον έρωτα, επάνω της οι σύντροφοι της εκτόνωσαν τη βία ενώ η φυγή της στα ναρκωτικά, την ηρωϊνη, το αλκοόλ την έφτιαξαν αυτό που πάντα ήταν. Ένας καρπός παράξενος, σαν αυτόν που τραγούδησε, ετών 24, στο Café Society της Νέας Υόρκης, το μοναδικό κλαμπ εκτός Χάρλεμ όπου η είσοδος επιτρεπόταν σε λευκούς και μαύρους εκείνη την εποχή, ένα βράδυ του 1939.
“Είναι ένας καρπός να τον φάν' τα κοράκια,
Να τον μουσκέψει η βροχή, να τον ρουφήξει ο αέρας
Να τον σαπίσει ο ήλιος, να πέσει από το δέντρο
Είναι μια παράξενη και πικρή σοδειά.”
Το Strange Fruit θα γινόταν ένα από τα πιο σημαντικά τραγούδια που τρύπωσαν ποτέ στα αυτιά μας.
«Δεν μπορώ να τραγουδώ το ίδιο τραγούδι με τον ίδιο τρόπο δύο νύχτες στη σειρά. Πολύ περισσότερο δε, για δύο ή για δέκα χρόνια. Αν μπορείς να το κάνεις αυτό, τότε δεν είναι μουσική, είναι άσκηση, ίσως, αλλά όχι μουσική» είπε κάποτε και το εννοούσε.
Άλλωστε η Χόλιντεϊ κάθε φορά που τραγουδούσε, χάριζε ένα ακόμη κομμάτι από τους πόνους μέσα της. «Αν το μόνο που περιμένεις είναι μπλεξίματα, ίσως να έρθουν κι ευτυχισμένες μέρες. Αν περιμένεις ευτυχία – πρόσεχε», ήταν μια από τις φράσεις που έδειχναν την τραχύτητα της σύντομης ζωής της.
Μεγαλωμένη σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, δεν τελείωσε ποτέ το σχολείο αφού έπρεπε να βγάζει χαρτζιλίκι δουλεύοντας σε οίκο ανοχής. Πριν φύγει στα 12 της από το Μέριλαντ για τη Νέα Υόρκη, θα τη βιάσει ένας γείτονας και στη μητρόπολη θα βγάλει το κορμί της στην πιάτσα. Οι μαύροι θα την τιμωρήσουν καθώς εκείνη δεν άντεχε να ανοίξει τα πόδια τους σε αυτούς -την πονούσαν-, θα τη στείλουν στη φυλακή και εκείνη θα αναζητήσει μια καλύτερη τύχη στα πάλκο του Χάρλεμ. Ο θρύλος της αρτίστας ξεκινάει αφήνοντας πίσω τη χαμοζωή, τα γκέτο, τον εγκλεισμό σε καθολικό αναμορφωτήριο ανηλίκων.
«Παίζαμε σε μια ατέλειωτη σειρά από ξεφτιλισμένα μαγαζιά, σε ζόρικες νέγρικες αίθουσες χορού στον Νότο, όπου το ουίσκυ από καλαμπόκι το φέρνανε κρυφά απέναντι από τις σιδηροδρομικές γραμμές, οπότε, μπαμ, ξαφνικά σταμάταγε αυτό το μαγγανοπήγαδο και μας αγκαζάρανε σε κάποιο μεγάλο ξενοδοχείο λευκών. Δεν είχαμε τις σωστές φορεσιές, τα σωστά ρούχα ή μηχανήματα –οι μάγκες στην ορχήστρα δεν είχανε καν τα πνευστά που έπρεπε και που χρειάζονταν–, ήμασταν όλοι ξεχαρβαλωμένοι, έχοντας διανύσει χιλιάδες μίλια άυπνοι, χωρίς πρόβες και χωρίς προετοιμασία, παρ’ όλα αυτά απαιτούσαν από μας να σκίσουμε».
Συμβιβασμένη με τις κακουχίες, όταν πέθανε από κίρρωση του ήπατος ο τραπεζικός της λογαριασμός μετρούσε μόλις 0,70 δολάρια.
Ο μουσικός παραγωγός και κυνηγός ταλέντων Τζον Χάμοντ την έσωσε πρόσκαιρα, αλλά η ζωή της θα παραμείνει τραγική. Ακόμη και στο τέλος της, έξω από το δωμάτιό που νοσηλευόταν, την αστυνόμευαν. Μόλις οδηγήθηκε στο νοσοκομείο, συνελήφθη για παράνομη κατοχή ναρκωτικών.
Η Μπίλι «δραπέτευσε» για τα καλά, μια μαύρη που τη μισούσαν οι μαύροι, μια γυναίκα σε κόσμο για σκληροτράχηλους άντρες, μια Κυρία που τραγούδησε τα μπλουζ όπως δεν θα μπορέσει να το κάνει ποτέ ξανά κανείς.
«Μου 'χουνε πει πως κανείς δεν λέει τη λέξη «πείνα» σε τραγούδι όπως εγώ. Ούτε τη λέξη «αγάπη». Ισως και να 'ναι γιατί θυμάμαι τι σημαίνουν τούτες οι λέξεις. Ισως γιατί είμαι τόσο περήφανη ώστε να θέλω να θυμάμαι τη Βαλτιμόρη και το Ουέλφερ Αϊλαντ, το Ιδρυμα Καθολικών και το δικαστήριο Τζέφερσον Μάρκετ, τον σερίφη μπροστά απ' το σπίτι μας στο Χάρλεμ και τις πόλεις απ' τη μια άκρη της χώρας στην άλλη, όπου γέμισα χτυπήματα και ουλές, στη Φιλαδέλφεια και στο Ολντερσον, στο Χόλιγουντ, στο Σαν Φρανσίσκο - κάθε γωνιά, πανάθεμά την.
Ολες οι Κάντιλακ και οι μινκ γούνες -και είχα πολλές στη ζωή μου- δεν μπορούν να με κάνουν να τα ξεχάσω. Και σε όλα αυτά τα μέρη, κι απ' όλο αυτό τον κόσμο, ό,τι έμαθα τα λένε τούτες οι δύο λέξεις. Πρέπει να 'χεις φαΐ να φας, πρέπει να 'χεις λίγη αγάπη στη ζωή για να ανεχτείς του καθενός το συναξάρισμα για το πώς πρέπει να συμπεριφέρεσαι σωστά. Αυτό που είμαι κι αυτό που θέλω απ' τη ζωή, σ' αυτά τα λόγια κλείνεται».
* Η συγκλονιστική αυτοβιογραφία της «Η κυρία τραγουδάει τα μπλουζ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου